σθεναρός — strong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σθεναρός — ή, ό / σθεναρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ. δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος … Dictionary of Greek
σθεναρά — σθεναρός strong neut nom/voc/acc pl σθεναρά̱ , σθεναρός strong fem nom/voc/acc dual σθεναρά̱ , σθεναρός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σθεναρώτερον — σθεναρός strong adverbial comp σθεναρός strong masc acc comp sg σθεναρός strong neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σθεναρῶν — σθεναρός strong fem gen pl σθεναρός strong masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σθεναρόν — σθεναρός strong masc acc sg σθεναρός strong neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σθεναραί — σθεναρός strong fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σθεναροῖς — σθεναρός strong masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σθεναροῖσιν — σθεναρός strong masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σθεναροί — σθεναρός strong masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)